λουλού

λουλού
το
φυλή μικρόσωμων σκύλων με μακρύ και άφθονο τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. loulou].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλωπεκίδες ή λουλού — Έτσι ονομάζονται οι σκύλοι συντροφιάς, οι οποίοι όμως είναι και καλοί σκύλοι φύλαξης, επειδή είναι εξαιρετικά προσεκτικοί. Υπάρχουν διάφοροι τύποι, που όλοι χαρακτηρίζονται από ζωηρή και τρυφερή ιδιοσυγκρασία. Ιδιαίτερα γνωστό είναι το λουλού της …   Dictionary of Greek

  • Μπεργκ, Άλμπαν — (Alban Berg, Βιέννη 1885 – 1935). Αυστριακός συνθέτης. Γιος εμπόρου, ακολούθησε τα κανονικά του σχολικά μαθήματα, αρχίζοντας παράλληλα ως αυτοδίδακτος τη μελέτη της μουσικής. Το 1904 γνώρισε τον Άρνολντ Σένμπεργκ, του οποίου έγινε μαθητής και… …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • Μπρουκς, Λουίζ — (Louise Brooks, Αμερική 1906 – 1985). Αμερικανίδα ηθοποιός, συγγραφέας και κριτικός. Ξεκίνησε ως χορεύτρια σε διάσημα σχήματα των αρχών του προηγούμενου αιώνα για να περάσει στον κινηματογράφο και να χαρακτηρίσει την γενιά της ως μια από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”